τερατουργώ — έω, ΜΑ [τερατουργός] κάνω σημεία και τέρατα, κάνω παράξενα ή θαυμαστά πράγματα, είμαι τερατουργός αρχ. επινοώ ψεύτικες, φανταστικές ιστορίες … Dictionary of Greek
τερατουργῷ — τερατουργός wonder worker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατούργημα — το, ΝΜΑ [τερατουργῶ] νεοελλ. 1. τερατώδες έργο 2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας μσν. αρχ. 1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα 2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия